- ἡμιπαθής
- ἡμι-πᾰθής, ές,A half-suffering,
μέρεα Aret.SD1.7
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μέρεα Aret.SD1.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημιπαθής — ἡμιπαθής, ές (Α) αυτός που πάσχει κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + παθής (< πάθος), πρβλ. α παθής, ευ παθής] … Dictionary of Greek
ἡμιπαθέα — ἡμιπαθής half suffering neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἡμιπαθής half suffering masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek